καλλιόπη,
η, ουσ.
[<κύρ. όν. Καλλιόπη], (στη γλώσσα του στρατού) το αποχωρητήριο, τα
αποχωρητήρια του στρατοπέδου: «ο λοχίας μας έστειλε για τιμωρία να καθαρίσουμε
τις καλλιόπες». Συνών. θηρίο (7)·
- με
ρίχνουν στην καλλιόπη ή με ρίχνουν στις καλλιόπες, με βάζουν
αγγαρεία να καθαρίσω τα αποχωρητήρια: «με τσάκωσε ο δεκανίκος να λουφάρω και μ’
έριξε στις καλλιόπες».